Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Εσμεράλδα-Δανάη Δ.

Ἐσμεράλδα (Πούσι)

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη

Ὁλονυχτιὲς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές.
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabès.

Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς.
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος
ἀπ᾿ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς.

Ὁ παπαγάλος σοῦ ῾στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου»
κι ἀπάντησε ἀπ᾿ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς.

Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω»
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ.
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;

Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν
κι ἀπὲ νὰ σοῦ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά.
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ᾿ ἀρέσουν
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά.

Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές.

Άγνωστες λέξεις

  • Μίδας: γιος του Γορδίου, βασιλιάς της Φρυγίας, που ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσός
  • λικνίζω: κουνάω, ταλαντεύω κάτι ελαφρά, παλινδρομικά 
  • λοστρόμος: ο πρώτος υπαξιωματικός του πληρώματος, ο ναύκληρος των εμπορικών πλοίων
  • πλεξίδα: 1. είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· κοτσίδα 2. αρμαθιά κυρίως πλεγμένων σκόρδων. 3. (γενικότ.) καθετί που μοιάζει με πλεξίδα στο σχήμα.
  • αλάργα: 1. (τοπ.) σε μεγάλη συνήθως απόσταση, μακριά || (ναυτ.) μακριά από την ακτή· στ΄ ανοιχτά 2. (χρον.) κατά αραιά χρονικά διαστήματα
  • Gabès: λιμάνι της Τυνησίας
  • απά: 1. πάνω 2. ακριβώς τη στιγμή
  • καμπάνα: η καμπάνα της γέφυρας ή του μηχανοστασίου, για να σημαίνει τις ώρες της βάρδιας
  • κόμπος: είδος δεσίματος που σχηματίζεται στο σημείο όπου δένονται οι δύο άκρες ενός νήματος, σκοινιού κτλ. και το οποίο γίνεται τόσο σφιχτότερο, όσο πιο πολύ τεντώνουμε τις άκρες
  • στερνός: τελευταίος
  • στόκολο: <αγγλ. stokehold: το λεβητοστάσιο του πλοίου
  • θερμαστής: ανήκει στο κατώτερο πλήρωμα μηχανής του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και την παρακολούθησή του
  • σουγιάς: μικρό μαχαίρι με λάμα η οποία, όταν δε χρησιμοποιείται, διπλώνει και κρύβεται μέσα στη λαβή του
  • πρωραίος: που βρίσκεται ή που ανήκει στην πρώρα
  • ιστός: κατάρτι ή άρμπουρο
  • προπέλα: <αγγλ. propeller: έλικα για την προώθηση του πλοίου
  • γρύλος: εργαλείο για το σφίξιμο της αλυσίδας του τιμονιού στα παλιά πλοία
  • στριγγός: (για ήχο, φωνή) οξύς και διαπεραστικός
  • ρισάλτο: <ιταλ. risalto: έφοδος, επίθεση πειρατών σε πλοίο

Σχόλια
Ο Καββαδίας στο ποίημα αυτό μας παρουσιάζει αναμνήσεις και εικόνες από τα ταξίδια του ως ναυτικός. Πιο συγκεκριμένα λέει την ιστορία μιας γυναίκας, της Εσμεράλδας, που χειραγωγούσε τους άντρες με τα θέλγητρά της. Ταυτόχρονα όμως ήταν και δυστυχισμένη, αφού προδώθηκε και έμεινε μόνη. Το ποίημα καταλήγει με το θάνατο της γυναίκας, παρά τις προσπάθειες που έκανε αυτή να ξεφύγει από τη μοίρα της.
Το ποίημα "Εσμεράλδα"  δε μου άρεσε, γιατί ήταν πολύ μελαγχολικό. Θα προτιμούσα να είχε κάποια σημεία, που να αποδίδουν ένα πιο αισιόδοξο και χαρούμενο συναίσθημα.

Γιάννης Κούτρας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου