Γυναίκα (Τραβέρσο)
Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη
Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.
Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.
Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;
Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.
Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.
Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.
Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.
Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.
Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.
Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951
Άγνωστες λέξεις
Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη
Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.
Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.
Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;
Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.
Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.
Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.
Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.
Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.
Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.
Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951
Άγνωστες λέξεις
- σμέρνα, η [zmérna]: είδος ψαριού που συγγενεύει με το χέλι, έχει σώμα μακρύ σαν του φιδιού, χωρίς λέπια και κοιλιακά πτερύγια, ζει στα ρηχά σε σχισμάδες και το κρέας του είναι παχύ και αρκετά νόστιμο.
- καλιά [kalá] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μόνο στη ΦΡ πάει ~ του, για κπ. που πεθαίνει ή για κτ. που καταστρέφεται
- τσιμινιέρα, η [tsiminéra] : καπνοδόχος, φουγάρο: ~ πλοίου / εργοστασίου
- μετζαρόλι, τὸ : βεν. mezzaruola : φιαλίδιο μὲ ἄμμο γιὰ τὸν κανονισμὸ τῶν ὡρῶν τῶν δυτῶν, εἶδος κλεψύδρας
- τεσσαροχάλι, τὸ : μικρὴ ἄγκυρα μὲ τέσσερις βραχίονες
- τάβλα, η [távla] : 1α. μακρόστενο κομμάτι ξύλου που έχει πάχος μερικών εκατοστών, χοντρή σανίδα: Kάρφωσε τάβλες για να κλείσει τα χαλασμένα παράθυρα. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα / τάπα / στουπί (στο μεθύσι). β. (ως επίρρ.): Έπεσε κάτω ~, ξαπλώθηκε φαρδύς, πλατύς. 2. (παρωχ.) τραπέζι φαγητού: Tραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα του φαγητού.
- τζόβενο, τὸ : ἰταλ. giovane : μοῦτσος, ναυτόπαιδο
- ἀρόδο, τὸ : ἰταλ. a rota : πλοῖο ποὺ βρίσκεται έξω από το λιμάνι (στη ράδα) καὶ σὲ ἀναμονὴ γιὰ ἀναχώρηση, περιμένοντας ολιγόχρονη επικοινωνία με την ξηρά
- Αλταμίρα: σπηλιές της Β Ισπανίας, διάσημες για τις βραχοσπηλιές της παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκαν εκεί.
- ζαβώνω : 1.στραβώνω 2. χαλώ, καταστρέφω 3. τρελαίνω, αποβλακώνω
- Ουρ: αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας
- Γρανικός: ποταμός της Μ. Ασίας, όπου ο Μ. Αλέξανδρος νίκησε τους Πέρσες το 334 π.Χ.
- Giorgione: Ο Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο (Giorgio Barbarelli da Castelfranco, περ. 1477 - 1510), γνωστός περισσότερο με το όνομα Τζορτζόνε (Giorgione) ήταν Ιταλός ζωγράφος της ύστερης αναγέννησης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του 16ου αιώνα, ιδρυτής της Βενετικής σχολής, καθώς και μια από τις πιο αινιγματικές μορφές στην ιστορία της ζωγραφικής.
- ασάλευτος -η -ο [asáleftos]: 1.που δε σαλεύει, που είναι εντελώς ακίνητος, συνήθ. από κατάπληξη, φόβο ή θαυμασμό: Στάθηκε ~ για να μην κάνει θόρυβο. Έμεινε ~ μόλις είδε το ληστή. Παρακολουθούσαμε ασάλευτοι το θέαμα. || για κτ. που δεν κινείται: Tα φύλλα των δέντρων ήταν ασάλευτα. H θάλασσα είναι ασάλευτη, ακύμαντη. 2. (μτφ.) α. (λογοτ.) αμετάβλητος, μονότονος: Aσάλευτη ζωή. β. ακλόνητος, σταθερός: H πίστη του είναι ασάλευτη. ασάλευτα ΕΠIΡΡ.
Γιάννης Κούτρας
Θ. Μικρούτσικος-Χ. Θηβαίος
Β. Παπακωνσταντίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου