Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Καραντί-Παναγιώτα Δ.

Καραντί  (Πούσι)


Στὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Βόλο
Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κιτρίνη - σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.
Τὸ καραντί ... Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.
Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.
Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.
Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.



Άγνωστες λέξεις
  • μπάσσες, οἱ : ἀμπασσαδοῦρες, μπάσσες στεριές
  • φοῦντο, τὸ : λατ. fundus : o βυθός / πόντισμα, βύθισμα
  • καραντί, τὸ : σκαμπανέβασμα τοῦ καραβιοῦ ἐξαιτίας θαλασσοταραχῆς ποὺ συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν παύση τοῦ ἀνέμου, φουσκοθαλασσιά
  • μπατάρω : ἰταλ. battere : ἀνατρέπομαι κι ἀνατρέπω, τουμπάρω / ἀλλάζω πέτασμα στὰ πανιὰ κατὰ τὴν βόλτα
  • μπαρκέττα, ἡ : ἰταλ. barchetta : ἡ βαρκούλα / ὄργανο μέτρησης ταχύτητος
  • παταράσο, τὸ : βεν. patarazzo : ὁ παράτονος / τὸ σκοινὶ τοῦ μεγάλου ἐπιστυλίου τοῦ πλοίου 
  • μάσκα, ἡ : λατ. masca : ἡ παρειὰ τῆς πλώρης



Σχόλια

Το ποίημα μιλάει για ένα πλοίο, το οποίο έχει ρίξει άγκυρες σε κάποιο μέρος και βρίσκεται σε καραντίνα, δηλαδή έχουν αρρωστήσει οι ναύτες από κάποια τροπική ασθένεια. Περιγράφει τη φθορά του πλοίου από το κύμα της θάλασσας αλλά και τη φθορά των ανθρώπων που ταξιδεύουν χρόνια στη θάλασσα. Επίσης, αναφέρει έναν παπαγάλο, ο οποίος εμφανίζεται συχνά σαν σύντροφος των ναυτικών στα ταξίδια τους. Μιλάει για τους ναυτικούς που περιμένουν να πιάσουν στεριά, για να ζαλιστούν, δηλαδή να πιουν αλκοόλ, που είναι και αυτή μια συνήθεια των ναυτών. Περιγράφει τους ιθαγενείς να παίζουν τα όργανά τους και ο ήχος τους να φτάνει μέχρι το πλοίο, δίνοντας την ελπίδα στους ναύτες ότι θα ξορκίσουν το κακό. Οι ελπίδες αυτές όμως θα καταρρεύσουν γρήγορα, γιατί έρχεται ο θάνατος που τον περιγράφει ίσως σαν μια γυναίκα χτυπημένη από σπαθιά, με φύκια στα μαλλιά να κοιμάται στα βαθιά.
      Το συγκεκριμένο ποίημα μου άρεσε και μου κέντρισε το ενδιαφέρον, όταν μπόρεσα και κατάλαβα το νόημά του. Είναι ένα ποίημα με πολύ βαθύ νόημα, το οποίο σε κάνει να ταξιδεύεις και να φαντάζεσαι τη ζωή των ναυτικών πάνω στο καράβι.



 
 Ξέμπαρκοι


 
Ρίτα Αντωνοπούλου

Επίσης εδώ από το    Θάνο Μικρούτσικο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου