Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Αρμίδα- Θάνος Καρυτόπουλος

Ἀρμίδα (Πούσι)

Στὸν Κώστα Βάρναλη

Τὸ πειρατικὸ τοῦ Captain Jimmy,
ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ φύγετε καὶ σεῖς,
εἶναι φορτωμένο μὲ χασὶς
κ᾿ ἔχει τὰ φανάρια του στὴν πρύμη.

Μῆνες τώρα πού ῾χουμε κινήσει
καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ καιροῦ
ὅσο ποὺ νὰ πᾶμε στὸ Περοῦ
τὸ φορτίο θὰ τό ῾χουμε καπνίσει.

Πλέμε σὲ μία θάλασσα γιομάτη
μὲ λογῆς παράξενα φυτά,
ἕνα γέρος ἥλιος μᾶς κοιτᾶ
καὶ μᾶς κλείνει ποῦ καὶ ποῦ τὸ μάτι.

Μπουκαπόρτες ἄδειες σκοτεινές,
-ποῦ νὰ ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
μᾶς προσμένουν πίπες ἀδειανὲς
καὶ τελωνοφύλακες στὸ Τσίλι.

Ξεχασμένο τ᾿ ἄστρο τοῦ Βορρᾶ,
οἱ ἄγκυρες στὸ πέλαγο χαμένες.
Πάνω στὶς σκαλιέρες σὲ σειρὰ
δώδεκα σειρῆνες κρεμασμένες.

Ἡ πλωριὰ Γοργόνα μία βραδιὰ
πήδησε στὸν πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστροῦσαν συνοδιὰ
τοῦ Κολόμβου οἱ πέντε κολασμένοι.

Κι ἔπειτα στὶς ξερές τοῦ Ἀκορά
τσοῦρμο τ᾿ ἄγριο κύμα νὰ μᾶς βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρὰ
μὲ φτεροῦγες γλάρων στὸ κεφάλι.

Άγνωστες λέξεις

  • Αρμίδα: 1. Ηρωίδα του έργου του Τορκουάτο Τάσσο «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ»· μάγισσα, Σαρακηνή που πλάνεψε τον Ρινάλντο και τον απέσπασε από τους Σταυροφόρους στους περίφημους κήπους της, που είναι συνώνυμοι των κήπων της ηδονής. 2. Αστεροειδής που ανακαλύφθηκε στις 24.8.1903· είναι άδηλο που αναφέρεται το όνομα Αρμίδα· πολλά ζωγραφικά έργα έχουν θέμα αυτά που αναφέρονται στη σημασία 1. Μπορεί να πρόκειται και για όνομα πλοίου. Ίσως να σχετίζεται και με το όνομα της μούσας του Corbiere, της Armida Josefina Cuchiani, την οποία ο Corbiere αποκαλούσε «Marcelle», κι αυτό γιατί είναι εμφανής η επίδραση του Corbiere στον Καββαδία, όπως φανερώνουν οι διάφοροι στίχοι και φράσεις του Γάλλου ποιητή που διασπείρει στα έργα του.
  • Captain Jimmy: πειρατής
  • φανάρι: 1. φανός 2. φάρος
  • μπουκαπόρτα: θυρίδα φόρτωσης πλοίου
  • Τσίλι: η Χιλή
  • σκαλιέρες: μικρά σκοινιά που δένονται οριζόντια στα ξάρτια, έτσι ώστε να σχηματίζουν σκαλοπατάκια σχοινιένια
  • πλωριά Γοργόνα: η ξυλόγλυπτη Γοργόνα στο μπροστινό μέρος του πλοίου· ακρόπρωρο
  • Κολόμβος, Χριστόφορος: 1451-1506, μεγάλος θαλασσοπόρος, ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο
  • Ακορά: ξέρες κοντά στα νησιά Μαλδίβες ή στη Σαμόα

 Σχόλια

Το ποίημα που μελέτησα δε μου άρεσε, γιατί μιλούσε για χασίς και δεν ήταν ευχάριστο. 


Γιάννης Κούτρας


Θάνος Μικρούτσικος


Apurimac


 Χατζηφραγκέτα

 Μαρίζα Κωχ

Και από τον Πάνο Σαββόπουλο η λογοκριμένη εκδοχή




Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Θεσσαλονίκη-Μαρία Κατράνα

Θεσσαλονίκη  (Πούσι)

Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη


Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ fore peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;

Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.

Άγνωστες λέξεις

  • Βαρδάρης: <σερβ. Vardar (=η ονομασία του ποταμού Αξιού στο γιουγκοσλαβικό τμήμα του) : ο δυνατός και ψυχρός ΒΔ άνεμος που πνέει κατά μήκος του ποταμού Αξιού στη Μακεδονία
  • oργιά: αγγλική μονάδα μήκους ίση με 1,83 μ.
  • γραδάρω: 1. θερμομετρώ 2. μετρώ, βρίσκω την πυκνότητα του υγρού με γράδο (πυκνόμετρο-αραιόμετρο)
  • δόκιμος: μαθητευόμενος, κάποιος που περνά από ένα δοκιμαστικό στάδιο, πριν αποκτήσει τα πλήρη προνόμια και υποχρεώσεις της θέσης του
  • καλάρω: <ιταλ. calare :1. κάνω νερά, μπάζω 2. βυθίζω στη θάλασσα τα αλιευτικά δίχτυα 3. κατεβάζω, χαμηλώνω (π.χ. τα πανιά)
  • fore peak: μπροστινό τμήμα του αμπαριού, πρωραία δεξαμενή ζυγοστάθμισης του πλοίου
  • πανιόλο: <ισπ. pañol: 1. το ελασμάτινο δάπεδο που σχηματίζεται, όταν επιστρωθεί ο πυθμένας με ισχυρό έλασμα· πάνω σε αυτό επικάθηνται οι μηχανές και οι λέβητες του πλοίου 2. γενικότερα πάτος (σκάφους, αμπαριού) 3. (μτφ.) πάτος σκεύους (π.χ. μπρικιού) και μικρή ποσότητα (π.χ. καφέ) στον πάτο

  • στάμπα: <ιταλ. stampa: τατουάζ
  • γιατάκι: κλίνη, κατάλυμα
  • νωθρός: αυτός που κινείται αργά και τεμπέλικα
  • θερμαστής: ανήκει στο κατώτερο πλήρωμα μηχανής του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και την παρακολούθησή του
  • νογάω: καταλαβαίνω, νιώθω, αντιλαμβάνομαι
  • ρικσά: χειροκίνητο δίκυκλο μεταφορικό μέσο (άμαξα) στην Άπω Ανατολή
  • Depot: περιοχή της Θεσσαλονίκης με αποθήκες

Σχόλια

Το ποίημα μου άρεσε, γιατί μας μιλάει για έναν έρωτα του Καββαδία. Μας ταξιδεύει σε ένα διαφορετικό κλίμα στην υπέροχη Θεσσαλονίκη. Αναφέρει επίσης εμπειρίες του ποιητή από τα θαλασσινά ταξίδια του.



Γιάννης Κούτρας

                                                      ή από τους αδερφούς Κατσιμίχα

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Cambay 's water- Λευτέρης Μανάκος

Cambay's water   (Πούσι)


Στὸν Π.Π. Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.

Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.

Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα...»

Τὴ νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία...»

Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!...
Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.

Άγνωστες λέξεις

  • Cambay: ο κόλπος της Βομβάης
  • καραμοσάλι: <τουρκ. karamusal: τρόπος σύνδεσης των αλυσίδων των αγκυρών (όταν γίνεται αγκυροβολία και με τις δύο άγκυρες), ώστε να μπορούν να στρέφονται, χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους.
  • κάβος: <ιταλ. cavo: 1. ακρωτήρι 2. χοντρό σκοινί του πλοίου/ παίρνω κάβο=καταλαβαίνω
  • κούλης: αχθοφόρος στην Ινδία, στην Κίνα και στη ΝΑ Ασία· ενοικιαζόμενος με τη μέρα ανειδίκευτος εργάτης στις αγγλικές αποικίες στη ΝΑ Ασία
  • ρυμουλκό: πλοίο που χρησιμεύει, για να ρυμουλκεί άλλα πλοία
  • καμπούνι: υπόστεγο της πλώρης των παλιών ιστιοφόρων για τη στέγαση των ανδρών του πληρώματος σε κακοκαιρία ή απλώς για να περάσουν την ώρα τους
  • ράδα: όρμος, ανοιχτός προλιμένας, αγκυροβόλιο στα ανοιχτά του λιμανιού (όχι σε αποβάθρα)
  • σοροκάδα: δυνατός ΝΑ άνεμος που προκαλεί θαλασσοταραχή
  • φάλτσο: λάθος
  • λοστρόμος: ο πρώτος υπαξιωματικός του πληρώματος, ο ναύκληρος των εμπορικών πλοίων
  • Μπραζίλι: η Βραζιλία
  • μπουγάζι: στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο στεριές και ο αέρας που φυσάει στο στενό

Σχόλια

Το ποίημα μου άρεσε, γιατί μας περιγράφει τις συνήθειες των ναυτικών.

Γιάννης Κούτρας


Βασίλης Παπακωνσταντίνου

                                                        ή από το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ-Θωμάς Ν. Κωστόπουλος

Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ  (Μαραμπού)

 

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -
τίποτα δὲν μᾶς σώζει...»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.
Ἕνα καράβι... Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
- Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.

Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.

Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.

Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.

Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.

Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.

Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.

Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.

Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

Άγνωστες λέξεις

  • ντόκος, : ἀγγλ. dock : νηοδόχος, τμῆμα ἐμπορικοῦ λιμανιοῦ μεταξὺ τοῦ βασικοῦ κρηπιδώματος καὶ τῶν προβλητῶν του / εἶδος ὑφάσματος
  • Αννάμ: πόλη της τότε Γαλλικής Ινδοκίνας, σήμερα του Βιετνάμ
  • Μπούρμα: η Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ), κράτος της ΝΑ Ασίας
  • Μπατάβια: η παλιά ονομασία της πρωτεύουσας της Ινδονησίας Τζακάρτα
  • ἀθάλη, : καπνιὰ - ζεστὴ στάχτη / εἶδος φυτοῦ



Δ. Ζερβουδάκης

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Γυναίκα-Μελανθία Καρπινκάκη

Γυναίκα  (Τραβέρσο)

Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.

Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.

Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.

Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.

Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

Άγνωστες λέξεις

  • σμέρνα, η [zmérna]: είδος ψαριού που συγγενεύει με το χέλι, έχει σώμα μακρύ σαν του φιδιού, χωρίς λέπια και κοιλιακά πτερύγια, ζει στα ρηχά σε σχισμάδες και το κρέας του είναι παχύ και αρκετά νόστιμο.
  • καλιά [kalá] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μόνο στη ΦΡ πάει ~ του, για κπ. που πεθαίνει ή για κτ. που καταστρέφεται
  • τσιμινιέρα, η [tsiminéra] : καπνοδόχος, φουγάρο: ~ πλοίου / εργοστασίου
  • μετζαρόλι, τὸ : βεν. mezzaruola : φιαλίδιο μὲ ἄμμο γιὰ τὸν κανονισμὸ τῶν ὡρῶν τῶν δυτῶν, εἶδος κλεψύδρας
  • τεσσαροχάλι, τὸ : μικρὴ ἄγκυρα μὲ τέσσερις βραχίονες
  • τάβλα, η [távla] : 1α. μακρόστενο κομμάτι ξύλου που έχει πάχος μερικών εκατοστών, χοντρή σανίδα: Kάρφωσε τάβλες για να κλείσει τα χαλασμένα παράθυρα. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα / τάπα / στουπί (στο μεθύσι). β. (ως επίρρ.): Έπεσε κάτω ~, ξαπλώθηκε φαρδύς, πλατύς. 2. (παρωχ.) τραπέζι φαγητού: Tραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα του φαγητού.
  • τζόβενο, τὸ : ἰταλ. giovane : μοῦτσος, ναυτόπαιδο
  • ἀρόδο, τὸ : ἰταλ. a rota : πλοῖο ποὺ βρίσκεται έξω από το λιμάνι (στη ράδα) καὶ σὲ ἀναμονὴ γιὰ ἀναχώρηση, περιμένοντας ολιγόχρονη επικοινωνία με την ξηρά
  • Αλταμίρα: σπηλιές της Β Ισπανίας, διάσημες για τις βραχοσπηλιές της παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκαν εκεί.
  • ζαβώνω : 1.στραβώνω 2. χαλώ, καταστρέφω 3. τρελαίνω, αποβλακώνω
  • Ουρ: αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας
  • Γρανικός: ποταμός της Μ. Ασίας, όπου ο Μ. Αλέξανδρος νίκησε τους Πέρσες το 334 π.Χ.
  • Giorgione: Ο Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο (Giorgio Barbarelli da Castelfranco, περ. 1477 - 1510), γνωστός περισσότερο με το όνομα Τζορτζόνε (Giorgione) ήταν Ιταλός ζωγράφος της ύστερης αναγέννησης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του 16ου αιώνα, ιδρυτής της Βενετικής σχολής, καθώς και μια από τις πιο αινιγματικές μορφές στην ιστορία της ζωγραφικής.
  • ασάλευτος -η -ο [asáleftos]: 1.που δε σαλεύει, που είναι εντελώς ακίνητος, συνήθ. από κατάπληξη, φόβο ή θαυμασμό: Στάθηκε ~ για να μην κάνει θόρυβο. Έμεινε ~ μόλις είδε το ληστή. Παρακολουθούσαμε ασάλευτοι το θέαμα. || για κτ. που δεν κινείται: Tα φύλλα των δέντρων ήταν ασάλευτα. H θάλασσα είναι ασάλευτη, ακύμαντη. 2. (μτφ.) α. (λογοτ.) αμετάβλητος, μονότονος: Aσάλευτη ζωή. β. ακλόνητος, σταθερός: H πίστη του είναι ασάλευτη. ασάλευτα ΕΠIΡΡ.


Γιάννης Κούτρας



 Θ. Μικρούτσικος-Χ. Θηβαίος


Β. Παπακωνσταντίνου

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Yara Yara-Γρηγόρης Βουλτσινός

Yara Yara   (Τραβέρσο)

Καθὼς ἀποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ὁ κάβος.
Σὲ σπίτι μέσα, ξέχασες προχτὲς τὸ φυλαχτό.
Γελᾶς, μὰ ἐγὼ σὲ πούλησα στὸ Rio γιὰ δύο centavos
κι ἀπὲ σὲ ξαναγόρασα ἀκριβὰ στὴ Βηρυττό.

Μὲ πορφυρὸ στὰ χείλη μου κοχύλι σὲ προστάζω.
Στὸ χέρι τὸ γεράκι σου καὶ τὰ σκυλιὰ λυτά.
Ἀπάνωθέ μου σκούπισε τὴ θάλασσα ποὺ στάζω
καὶ μάθε με νὰ περπατῶ πάνω στὴ γῆ σωστά.

Κοῦκο φοροῦσες κάτασπρο μικρὸς καὶ κολαρίνα.
Ναυτάκι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ.
Σὲ πιάνει - μὴν τὸ πεῖς ἀλλοῦ - σὰ γάτα ἡ λαμαρίνα
καὶ σὲ σαστίζει ξαφνικὸ προβέτζο τοῦ καιροῦ.

Τὸ κύμα πάρε τοῦ φιδιοῦ καὶ δῶσ᾿ μου ἕνα μαντίλι.
Ἐγώ, - καὶ σ᾿ ἔγδυσα μπροστὰ στὸ γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, καὶ μάϊνα τὸ καντήλι.
Σὲ λόφο γιαπωνέζικο κοιμᾶται τὸ στερνό.

Σοῦ πῆρ᾿ ἀπὸ τὴ Νάπολη μία ψεύτικη καμέα
κι ἕνα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φριγκορίφικο στὴν ἄδεια προκυμαία
ἔβενος, - γλώσσα τῆς φωτιᾶς, στὸ βάθος κρεμεζί.

Φῶτα τοῦ Melbourne. Βαρετὰ κυλάει ὁ Yara Yara
ἀνάμεσα σὲ φορτηγὰ πελώρια καὶ βουβά,
φέρνοντας πρὸς τὸ πέλαγος, χωρὶς νὰ δίνει διάρα,
τοῦ κοριτισιοῦ τὸ φίλημα, ποὺ στοίχισε ἀκριβά.

Γερὰ τὴν ἀνεμόσκαλα. Καφὲ γιὰ τὸν πιλότο.
Λακίζετε, ἁλυσόδετοι τοῦ στεριανοῦ καημοῦ.
Καὶ σένα, ποὺ σὲ κέρδισα μιανῆς νυχτιᾶς σὲ λότο,
σμίγεις καὶ πᾶς μὲ τὸν καπνὸ τοῦ γκρίζου ποταμοῦ.

Μία βάρκα θέλω, ποταμέ, νὰ ρίξω ἀπὸ χαρτόνι,
ὅπως αὐτὲς ποὺ παίζουνε στὶς ὄχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πές μου, ὁ χωρισμός; - Ματώνει, δὲ σκοτώνει.
Ποιὸς εἶπε φοῦντο; Ψέματα. Δὲ φτάσαμε ποτές.

Melbourne 1951

Άγνωστες λέξεις
  • Yara Yara: ποταμός της Αυστραλίας που διαρρέει τη Μελβούρνη
  • κάβος, ὁ : ἰταλ. cavo : ἀπόκρημνο ἀκρωτήρι / χοντρὸ σκοινὶ / παίρνω κάβο : καταλαβαίνω
  • centavo: υποδιαίρεση νομισμάτων διαφόρων ισπανόφωνων χωρών (π.χ. Χιλής) και της Πορτογαλίας, που ισούται με το ένα εκατοστό της αξίας τους
  • Βηρυτός: πρωτεύουσα του Λιβάνου
  • κούκος: σκούφος
  • κολαρίνα: μεγάλος κολλαριστός άσπρος γιακάς, περιλαίμιο με ή χωρίς διακριτικά
  • προβέτζο, τὸ : βεν. provenza : ἀπότομη μεταβολὴ τοῦ ἀνέμου ἀπὸ νότιο σὲ δυνατὸ βόρειο
  • καμέα: ονομασία που δίνεται σε σκληρές πέτρες με ανάγλυφη επεξεργασία
  • κρεμεζί: το χρώμα που παράγεται από το "κρεμέζι">κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από τα αυγά ενός εντόμου με την ονομασία "κέρμης"
  • πορφυρός: δηλώνει αυτόν που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. Προέρχεται από το αρχαίο «πορφυρούς» και χρησιμοποιείται ως σήμερα
  • φριγκορίφικο, τὸ : ἰσπ. frigorifico : πλοῖο-ψυγεῖο
  • προκυμαία: τσιμεντένιος χώρος στην ακτή
Σχόλια 

Ο Καββαδίας μιλάει για τους ναύτες και πως ζουν στα ταξίδια τους. Η ζωή τους είναι γεμάτη προδοσίες, φουρτούνες, θανάτους, δύσκολες καταστάσεις. Καθώς το ταξίδι στον Yara Yara κυλάει βαρετά, θυμάται ένα κορίτσι και τα δώρα που της πήρε στα διάφορα ταξίδια. Τέλος, θυμάται τα παιδικά του χρόνια, για να μπορέσει να ξεπεράσει το χωρισμό.




Ξέμπαρκοι

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Πικρία-Βασίλης Μανωλόπουλος

Πικρία  (Τραβέρσο)

Ξέχασα κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Ἀμόι
καὶ τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Τενερίφα,
τὸν ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμόι,
καὶ τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.

Τὸ βυσσινὶ τοῦ Τισιανοῦ καὶ τοῦ περμαγγανάτου
καὶ τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα
μὲ τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα,
γιὰ τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.

Ὅ,τι ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι:
τὸν τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδώντας στὸ κατάρτι,
τὸ μπούσουλα, τὴ βάρδιά μου καὶ τὴν πορεία στὸν χάρτη,
γιὰ ἕνα δυσεύρετο, μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.

Τὸν πυρετὸ στοὺς Τροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα,
τὴν πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μία νύχτα στὸ Μανάο.
Τὴ μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ Μαγιάρος στὴν Κωστάντζα
καὶ «Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; - Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Τοῦ τρατολόγου τὸν καημό, τοῦ ναύτη τὴν ὀρφάνια
τοῦ καραβιοῦ ποὺ κάθισε τὴν πλώρη τὴν σπασμένη.
Τὶς ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ῾χα γιὰ περηφάνια
γιὰ σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἀρματωμένη.

Τί νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω;
Παρηγοριά μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Ἀμερικὴ κι Ἀσία.
Σύρμα ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω;
Κατακαημένε, ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.

Κατέβηκε ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια,
ἀπόψε ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Ἑβραῖοι καὶ Μουσουλμάνοι
καὶ ταψιδέψαν τὰ νησιὰ στὸν πόντο, τὰ Κανάρια.

Γέρο, σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, καὶ ἀριστερὰ τιμόνι.
Μία μέδουσα σὲ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει
κι ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.

 07.02.1975

Άγνωστες λέξεις

  •  Αμόι: λιμάνι της ΝΑ Κίνας απέναντι από την Ταϊβάν
  • μουλάτρα: μουλάτα, μελαμψή από Νότιο Αμερική
  • Τενερίφα: Τενερίφη νησί της Ισπανίας
  • χαμόι: χαμοκέλα, τρώγλη, παράπηγμα
  • μπούσουλας: (ιταλ.) ναυτική πυξίδα
  • βάρδια, ἡ : βεν. vardia : τετράωρη σκοπιά, φρουρὰ, υπηρεσία στο κατάστρωμα ή στη μηχανή / ὁ λοστρόμος τῆς βάρδιας : ὁ ναύκληρος
  • Rio: (Rio de Janeiro) λιμάνι της Βραζιλίας
  • μαλαφράντζα: η γαλλική αρρώστια: η σύφιλη
  • Μανάο: λιμάνι της Βραζιλίας στις εκβολές του ποταμού Ρίο Νέγκρο
  • Κωστάντζα: Λιμάνι της Ρουμανίας στη Μαύρη Θάλασσα
  • τρατολόγος: ψαράς που ψαρεύει με τράτα
  • γολέτα: <βεν. goleta: είδος ιστιοφόρου με ωτοειδή πανιά
  • Πολύγυρος: Έδρα του δήμου Πολυγύρου επαρχία και πρωτεύουσα του νομού Χαλκιδικής

 Σχόλια 

Ο ποιητής στο ποίημα "Πικρία" νιώθει μελαγχολία, γιατί  διχάζεται ανάμεσα στη στεριά (και τους έρωτες που τον παγιδεύουν σε αυτή) και στη μεγάλη του αγάπη για τη θάλασσα. Στην αρχή  περιγράφει τις εμπειρίες του από τα φτηνά μπορντέλα των μεγάλων λιμανιών.  Έπειτα, αναφέρεται σε βιώματα από τη σκληρή ζωή του ναυτικού στο καράβι. Αυτά όλα τα παράτησε για τη στεριανή του αγάπη, η οποία όμως με τη σειρά της τον παράτησε κι αυτή. Έτσι, έχασε και τη στεριά και τη θάλασσα και γι'αυτό νιώθει πικρία. Η θάλασσα όμως μισεί την προδοσία και δε συγχωρεί. Λειτουργεί σαν ζηλόφθονη αντίζηλος. Οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν την κηδεία ενός ναυτικού στη θάλασσα.



 Γιάννης Κούτρας




Αδερφοί Κατσιμίχα


Νένα Βενετσάνου




Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Καραντί-Παναγιώτα Δ.

Καραντί  (Πούσι)


Στὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Βόλο
Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κιτρίνη - σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.
Τὸ καραντί ... Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.
Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.
Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.
Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.



Άγνωστες λέξεις
  • μπάσσες, οἱ : ἀμπασσαδοῦρες, μπάσσες στεριές
  • φοῦντο, τὸ : λατ. fundus : o βυθός / πόντισμα, βύθισμα
  • καραντί, τὸ : σκαμπανέβασμα τοῦ καραβιοῦ ἐξαιτίας θαλασσοταραχῆς ποὺ συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν παύση τοῦ ἀνέμου, φουσκοθαλασσιά
  • μπατάρω : ἰταλ. battere : ἀνατρέπομαι κι ἀνατρέπω, τουμπάρω / ἀλλάζω πέτασμα στὰ πανιὰ κατὰ τὴν βόλτα
  • μπαρκέττα, ἡ : ἰταλ. barchetta : ἡ βαρκούλα / ὄργανο μέτρησης ταχύτητος
  • παταράσο, τὸ : βεν. patarazzo : ὁ παράτονος / τὸ σκοινὶ τοῦ μεγάλου ἐπιστυλίου τοῦ πλοίου 
  • μάσκα, ἡ : λατ. masca : ἡ παρειὰ τῆς πλώρης



Σχόλια

Το ποίημα μιλάει για ένα πλοίο, το οποίο έχει ρίξει άγκυρες σε κάποιο μέρος και βρίσκεται σε καραντίνα, δηλαδή έχουν αρρωστήσει οι ναύτες από κάποια τροπική ασθένεια. Περιγράφει τη φθορά του πλοίου από το κύμα της θάλασσας αλλά και τη φθορά των ανθρώπων που ταξιδεύουν χρόνια στη θάλασσα. Επίσης, αναφέρει έναν παπαγάλο, ο οποίος εμφανίζεται συχνά σαν σύντροφος των ναυτικών στα ταξίδια τους. Μιλάει για τους ναυτικούς που περιμένουν να πιάσουν στεριά, για να ζαλιστούν, δηλαδή να πιουν αλκοόλ, που είναι και αυτή μια συνήθεια των ναυτών. Περιγράφει τους ιθαγενείς να παίζουν τα όργανά τους και ο ήχος τους να φτάνει μέχρι το πλοίο, δίνοντας την ελπίδα στους ναύτες ότι θα ξορκίσουν το κακό. Οι ελπίδες αυτές όμως θα καταρρεύσουν γρήγορα, γιατί έρχεται ο θάνατος που τον περιγράφει ίσως σαν μια γυναίκα χτυπημένη από σπαθιά, με φύκια στα μαλλιά να κοιμάται στα βαθιά.
      Το συγκεκριμένο ποίημα μου άρεσε και μου κέντρισε το ενδιαφέρον, όταν μπόρεσα και κατάλαβα το νόημά του. Είναι ένα ποίημα με πολύ βαθύ νόημα, το οποίο σε κάνει να ταξιδεύεις και να φαντάζεσαι τη ζωή των ναυτικών πάνω στο καράβι.



 
 Ξέμπαρκοι


 
Ρίτα Αντωνοπούλου

Επίσης εδώ από το    Θάνο Μικρούτσικο