Ο Θάνος Κ. εμπνεόμενος από την ποίηση του Καββαδία, θέλησε να γράψει ένα μικρό διήγημα. Αυτή είναι η ιστορία του...
Ο Περικλής Αλαφαντζής ήταν 55 χρονών, ένας
ικανός και έμπειρος ψαράς, που έμαθε την τέχνη αυτή από τον πατέρα του. Από
μικρός αγαπούσε το ψάρεμα και ήθελε να πεθάνει στη θάλασσα στην προσπάθεια του
να ψαρέψει στο βυθό. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και ορκίστηκε πως δε θα
σταματήσει ποτέ να ψαρεύει, γιατί έτσι τον θυμόταν.
Μια μέρα ο Περικλής και το πλήρωμά του
πήγανε για ψάρεμα καβουριών. Για να τα ψαρέψουν πρέπει να έχει μεγάλα κύματα,
γιατί τότε ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού. Όμως, τα κύματα ήταν τεράστια,
σκεπασμένα από καβούρια και, καθώς χτυπούσαν τα καβούρια πάνω στο καράβι
ακούγονταν σαν βροχή από χαλάζι να σκάει πάνω στο τσιμέντο. Τα κύματα άρχισαν
να σκεπάζουν το καράβι και δύο από το πλήρωμα έπεσαν στη θάλασσα, με αποτέλεσμα
να τους τσιμπήσουν τα καβούρια και τελικά να πνιγούν. Το θέαμα ήταν τρομερό!
Η φράση «θα πεθάνουμε» ακουγόταν σε όλο το
καράβι. Ο Περικλής τους έλεγε να ησυχάσουν, γιατί αλλιώς θα τους πετάξει αυτός
στη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο κύμα 50 μέτρων βούλιαξε το
καράβι. Από το πλήρωμα κάποιοι έζησαν, αλλά οι περισσότεροι πνίγηκαν. Ο
Περικλής άρπαξε δύο άτομα και τους τράβηξε στη σανίδα, για να σωθούν.
Πέρασαν δύο μερόνυχτα και έφτασαν σ’ ένα
νησί. Το νησί ήταν πλούσιο με φρούτα απ’ έξω αλλά πιο μέσα είχε σκοτάδια
απέραντα και πάντα ακουγόντουσαν φωνές. Ο Περικλής είπε πως ήταν παραισθήσεις
από τα κύματα και πρότεινε να μην πάνε εκεί μέσα, αλλά να μείνουν ενωμένοι.
Μία βδομάδα περίπου μετά, ένας από τους
συντρόφους του παρασύρθηκε από τις φωνές και πήγε να δει. Σκοτάδι παντού και τεράστιοι
βράχοι με σχήματα προσώπων και τρύπες, από τις οποίες έβγαιναν φωνές
ανθρώπινες. Είχε επίσης παγίδες και λουλούδια τόσο κοφτερά, που έσκιζαν τη
σάρκα ενός αγριογούρουνου. Δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος πάτησε την παγίδα και
έπεσε σε μια τρύπα και έσπασε το ένα πόδι. Ο Περικλής με τον άλλο σύντροφό του
πήγαν και τον έψαχναν. Ένα μισάωρο μετά τον βρήκαν και τον τράβηξαν πάνω με
κληματσίδα που υπήρχε εκεί δίπλα. Έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο με δύο ξύλα,
φύλλα και κληματσίδες, για να τον μεταφέρουν. Πήραν απόφαση πως πρέπει να
φύγουν από κει το συντομότερο.
Άρχισαν από την επόμενη κιόλας μέρα να
κατασκευάζουν μια βάρκα. Όταν την έφτιαξαν, έβαλαν πορεία για το λιμάνι
Λαουντάϊ· ήταν 20 μίλια
από το νησί. Από κει θα πήγαιναν στη χώρα τους, την Ινδία. Τρεις μέρες μετά στα
10 μίλια
ένας ξαφνικός αέρας έσκιζε τα σύννεφα στον ουρανό. Τα κύματα ήταν ανελέητα και
έσπρωχναν το καράβι. Η τύχη όμως αυτή τη φορά ήταν με το μέρος τους. Ο άνεμος
φυσούσε προς την πορεία που ήθελαν κι έτσι θα έφταναν πιο γρήγορα.
Την πέμπτη μέρα ήταν 3 μίλια μακριά ακόμα. Το
πλήρωμα διψούσε, είχε μολυνθεί το πόδι του πληγωμένου και δεν άντεχε. Ο
Περικλής τους είπε να μην πιουν νερό, γιατί θα έχουν παραισθήσεις. Παρ’ όλα
αυτά ήπιαν θαλασσινό νερό. Ο πληγωμένος ήταν ετοιμοθάνατος και είχε
παραισθήσεις πως το νοσοκομείο ήταν εκεί πιο κάτω και έπεσε στη θάλασσα, για να
πάει. Το αίμα τράβηξε τους καρχαρίες και τον έφαγαν.
Ο Περικλής μπερδεμένος και τρομοκρατημένος
έδεσε τον άλλο ναύτη στο κατάρτι, για να μην πηδήξει. Φώναζε, ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος
αυτός. Μετά από κάποια ώρα εκνευρισμού ο Περικλής είδε το λιμάνι. Όταν έφτασαν
κι έδεσαν στην προβλήτα, αναζήτησε βοήθεια.
Η βοήθεια έφτασε. Ο Περικλής τους είπε τι
έγινε. Αμέσως, φώναξαν την αστυνομία και ένα ασθενοφόρο. Όταν πήγε να ξελύσει το
ναύτη από το κατάρτι, αυτός του δάγκωσε το χέρι, γιατί τον είχε δέσει, κι
άρχισε να τον χτυπάει στα πλευρά. Ο Περικλής τον έσπρωξε και τσίριξε από τον πόνο.
Δύο άντρες όρμησαν και τον κράτησαν, για να μη συνεχίσει να χτυπάει. Αυτός
αντιστάθηκε, αλλά στο τέλος γλίστρησε κι έπεσε πάνω στις πέτρες. Χτύπησε πολύ
σοβαρά, με αποτέλεσμα να πεθάνει.
Ο Περικλής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με
εσωτερική αιμορραγία. Οι γιατροί είπαν πως είχε μια σπάνια ασθένεια, την
ελόαση, που την παθαίνεις από μόλυνση μετά από επαφή με το φυτό γιατασαμοντάρια. Οι γιατροί εκείνης της εποχής δεν ήξεραν τη θεραπεία και πέθανε τρεις
μέρες μετά. Η επιθυμία του να πεθάνει στη θάλασσα δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά θα
’χει να διηγείται πολλά στον πατέρα του στον παράδεισο.
Πέθανε 14/11/1891